- σωματοφύλακας
- οφύλακας της προσωπικής ακεραιότητας κάποιου: Τον ακολουθούν πάντα ειδικά εκπαιδευμένοι σωματοφύλακες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματοφύλακας — ο / σωματοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη τής ζωής και τής σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή… … Dictionary of Greek
σωματοφύλακας — σωματοφύλαξ bodyguard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέκτωρ — ορος, ὁ, Α σωματοφύλακας τού αυτοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. protector «υπερασπιστής, σωματοφύλακας» (< protego «προστατεύω»)] … Dictionary of Greek
συνδορυφορώ — έω, Α είμαι και εγώ επίσης δορυφόρος, σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δορυφορῶ «είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας»] … Dictionary of Greek
CORPORECUSTODES seu CORPORIS CUSTODES — alias Protectores Principis, Item Domestici; et posteriori aevô Buccellarii ac Scurrae, Germani olim fuêre. Duplex enim custodia Imperatoribus cum esset, alteram milites Praetoriani, alteram Germani, obiêre, uti pluribus docet Salmas. ad Lamprid … Hofmann J. Lexicon universale
Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… … Dictionary of Greek
Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… … Dictionary of Greek
αιχμοφόρος — Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά. * * * αἰχμοφόρος, ον (Α) 1. πολεμιστής που φέρει δόρυ 2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού… … Dictionary of Greek
γιασακτζής — ο ο σωματοφύλακας … Dictionary of Greek
δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… … Dictionary of Greek